βόμβυξ

βόμβυξ
βόμβυξ, -υκος
Grammatical information: m.
Meaning: `silk-worm' (Arist.).
Other forms: The length of the u is unknown.
Derivatives: βομβύκιον `cocoon of s.' (Arist.); βομβύκινος (Lib.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: It is now known that silk was also produced in Greece (Kos and Asia Minor) before it was introduced from the east; see Hemmerdinger, Glotta 48 (1970) 65. He cites Isidorus of Sevilla on the origin of the word: Appellatus autem hoc nomine ab eo quod evacuetur cum fila generat, et aer solus in eo remanet (Etym. VII, 5, 8); an explanation which I fail to understand. So the word will indeed be of Anatolian origin, as its structure suggests. An original *p\/bamb-ūk- (with suffix -uk-, probably with long ) would fit exactly the structure of Pre-Greek. Schrader-Nehring 2, 381ff., DNPauly 11, 347ff. See βαμβάκιον, βαμβακεύτριαι on `cotton'.
Page in Frisk: 1,251

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βόμβυξ — (I) ο (AM βόμβυξ, υκος) ο μεταξοσκώληκας αρχ. μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως πρβλ. οσμ. τουρκ. ambuk «βαμβάκι». Παράλληλα προς αυτό υπάρχει ο μσν. τ. πάμβαξ < περσ. ambak, από το οποίο προήλθε αφομοιωτικά και το βαμβάκι (ον) …   Dictionary of Greek

  • βομβυλιός — ο (AM βομβυλιός και βομβύλιος) γένος Δίπτερων Εντόμων της οικογένειας Bombyliidae αρχ. 1. ο βόμβυξ, η χρυσαλλίδα του μεταξοσκώληκα 2. στενόλαιμο αγγείο από το οποίο το υγρό βγαίνει με χαρακτηριστικό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βομβυλιός με τη σημ.… …   Dictionary of Greek

  • βομβύκιον — βομβύκιον, το (Α) 1. είδος μελισσών που κατασκευάζουν φωλιές από πηλό 2. το κουκούλι, το περίβλημα της προνύμφης διαφόρων εντόμων και κυρίως του μεταξοσκώληκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βομβύκιον με τη σημ. 1 < βόμβυξ (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2 < βόμβυξ… …   Dictionary of Greek

  • λασιοκαμπίδες — (lasiocampidae). Οικογένεια λεπιδοπτέρων εντόμων που περιλαμβάνει 163 είδη. Πρόκειται για μεγαλόσωμες, καφέ πεταλούδες που πετούν κυρίως το βράδυ και προσελκύονται από το φως. Τα ενήλικα άτομα συνήθως δεν τρέφονται, καθώς τα στοματικά τους… …   Dictionary of Greek

  • бомбацин — шелковая ткань (Мельников), бомбицина – то же; заимств. из нем. Bombyzin или из его источника – лат. bombycinum : греч. βόμβυξ; см. Горяев, ЭС 23 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • бумага — 1. собственно бумага , 2. хлопчатобумажная ткань ; народн. гумага, тамб., перм. [вятск., казанск.], сиб. (Даль) – результат дистантной ассимиляции. Др. русск. бумажникъ хлопчатобумажный войлок (Срезн. I, 193). Впервые бумага, Сборн. 1414 г.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ШЕЛКОВОДСТВО —    • Bombyx,          βόμβυξ, было известно древним лишь по имени, о сущности его они не знали почти ничего, как это ясно доказывает рассказ Плиния Старшего (6, 17, 20). Народ, занимавшийся шелководством, они называли Seres по имени шелковичного… …   Реальный словарь классических древностей

  • βαμβάκινος — η, ο (Μ βαμβάκινος, η, ον) νεοελλ. βαμβακερός μσν. βομβύκινος, μεταξωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη νεοελληνική της σημασία προέρχεται από το βάμβαξ ( άκι) και μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό σύγγραμμα Πανδώρα, ενώ με τη μεσαιωνική της σημασία… …   Dictionary of Greek

  • βομβύκινος — και βαμβάκινος και βαβύκινος, η, ον (Μ) [βόμβυξ (Ι)] μεταξωτός …   Dictionary of Greek

  • μπουμπούκι — το (Μ μπουμπούκι) άνθος που βρίσκεται ακόμη κλειστό ή μισοανοιχτό μέσα στον κάλυκα νεοελλ. 1. οφθαλμός φυτού, κν. μάτι 2. (με την αντων. μου) μπουμπούκι μου λέγεται ως θωπευτική προσφώνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < βομβύκιον, υποκορ. τού βόμβυξ… …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”